- σκεπάζομαι
- σκεπάζομαι, σκεπάστηκα, σκεπασμένος βλ. πίν. 36
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
έννυμι — ἕννυμι και ἑννύω, ιων. τ. εἵνυμι και εἱνύω (Α) 1. ντύνω, περιβάλλω κάποιον με κάτι (ενδύματα, ασπίδα, πανοπλία κ.λπ.) 2. (μέσ. και παθ. με αιτ. πράγμ.) ντύνομαι, φορώ κάτι («κακὰ δὲ χροΐ εἵματα εἷμαι» έχω φορέσει στο σώμα μου παλιόρουχα, Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
διαστρώνω — (Μ), διαστρώννυμι (Α) [στρώνω, στρώννυμι] μσν. σκεπάζομαι σαν με στρώμα («ἄνθη ναρκίσσων κόκκινα, τὰ δένδρα διαστρωμένα») αρχ. 1. στρώνω κρεβάτι 2. καταγράφω σε κτηματολόγιο … Dictionary of Greek
εκχιλούμαι — ἐκχιλοῡμαι ( όομαι) (Α) σκεπάζομαι από χόρτα, χορταριάζω … Dictionary of Greek
ενθριώ — ἐνθριῶ, όω (Α) 1. περιτυλίγω σε φύλλο συκιάς, περικαλύπτω, περιβάλλω 2. συνεκδ. (παβ.) σκεπάζομαι μ ένα ρούχο («ἀλλ οὐκ ἐντεθριῶσθαι πρέπει», Αριστοφ.) 3. εξαπατώ, τυλίγω κάποιον στα δίχτια μου («ὁ σός με παῑς ἐντεθρίωκεν», Μέν.) 4. (κατά τον… … Dictionary of Greek
επαχλύω — ἐπαχλύω (AM) 1. σκεπάζομαι από αχλύ, σκοτεινιάζω 2. (μτβ.) μαυρίζω, συσκοτίζω («ἐπαχλύεται ο λογισμός ὑπό τινος πάθους», Θεμιστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αχλύω «είμαι ή γίνομαι σκοτεινός»] … Dictionary of Greek
επιστέφω — (AM ἐπιστέφω) [στέφω] στολίζω με στεφάνι νεοελλ. ολοκληρώνω έργο, επιστεγάζω αρχ. μσν. γεμίζω αγγείο ώς τα χείλη («κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῑο») αρχ. 1. γεμίζω, σκεπάζομαι με κάτι 2. φρ. «χοάς επιστέφω τινί» προσφέρω χοές στον τάφο κάποιου … Dictionary of Greek
εσκεπασμένως — ἐσκεπασμένως (AM) επίρρ. ασαφώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσκεπασμένος, μτχ. παρακμ. τού σκεπάζομαι*] … Dictionary of Greek
καταπλακώνω — (Μ καταπλακώνω) (επιτ. τ. τού πλακώνω) 1. πέφτω πάνω σε κάτι και με το βάρος μου τό συνθλίβω, συντρίβω εντελώς («κατέπεσε ο τοίχος και καταπλάκωσε δύο εργάτες») 2. επιχωματώνω 3. (για συναίσθημα) κατακυριεύω, πλακώνω την ψυχή 4. (μέσ. και παθ.)… … Dictionary of Greek
καταφράσσω — (AM) παθ. καταφράσσομαι 1. καλύπτομαι καλά, σκεπάζομαι τελείως 2. φορώ θώρακα, θωρακίζομαι 3. μτφ. περικυκλώνομαι προστατευτικά σαν με περίφραγμα αρχ. προστατεύω … Dictionary of Greek
παχνιάζω — (I) [πάχνη] επικαλύπτομαι, σκεπάζομαι με πάχνη. (II) [παχνί] ρίχνω χόρτο στο παχνί για να θρέψω τα ζώα, δίνω τροφή στα ζώα … Dictionary of Greek